ἁλύσεις, αἱ
Ερμηνεία:
[οι αλυσίδες] [η άλυσις, της αλύσεως, πλ. αι αλύσεις (σειρά ομοίων πραγμάτων, όπως η σειρά κρίκων από πολύτιμο μέταλλο, που συνδέονται μεταξύ τους με εύκαμπτο τρόπο]
Ετυμολογία:
[Καινή .Διαθήκη: 11φορές. Ματθ., Ιωαν.]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
...τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, [Ο έρωτας στα χιόνια].
Ο ναυτόπαις είχε χωθή ϋπό παλαιόν τι ιστίον σκεπάζον την στενήν θυρίδα, δι' ής άνεβίβαζε τάς άλύσεις, και έγινεν άφαντος [Οι έμποροι των εθνών]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|